ταίζω — ταίζω, τάισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ταΐζω — Ν 1. δίνω τροφή, σιτίζω, ιδίως ζώα 2. (σχετικά με βρέφος, γέροντα ή ασθενή) βοηθώ κάποιον να φάει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταγίζω με σίγηση τού ενδοφωνηεντικού γ (πρβλ. φαΐ: φαγί)] … Dictionary of Greek
κρυφοταΐζω — ταΐζω κάποιον κρυφά … Dictionary of Greek
τάισμα — και τάγισμα, το, Ν [ταΐζω / ταγίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ταΐζω … Dictionary of Greek
ακριβοταΐζω — και ακριβοταγίζω 1. παρέχω σε κάποιον ή σε κάτι δαπανηρή τροφή 2. ανατρέφω, περιποιούμαι με στοργή και φροντίδα, μοσχαναθρέφω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβο * + ταΐζω και ταγίζω. ΠΑΡ. ακριβοτάιστος] … Dictionary of Greek
αλμυρίζω — (Α ἁλμυρίζω Ν και αρμυρίζω) [ἁλμυρός] έχω αλμυρή γεύση, είμαι αλμυρός νεοελλ. Ι ενεργ. 1. γίνομαι αλμυρός 3. γεύομαι κάτι για πρώτη φορά 4. κάνω κάτι αλμυρό 5. κάνω κάποιον να γευτεί κάτι αλμυρό 6. ποτίζω τα ζώα με θαλασσινό νερό ή τά ταΐζω με… … Dictionary of Greek
βυζαίνω — και βυζάνω (Μ βυζάνω) 1. (για βρέφος ή νεογνό ζώου) θηλάζω, ρουφάω γάλα από τον μητρικό μαστό 2. (για τη μητέρα ή την τροφό) θηλάζω, γαλουχώ το βρέφος 3. (γενικά) απομυζώ, ρουφώ υγρή ουσία που υπάρχει σε κάποιο σώμα νεοελλ. 1. εκμεταλλεύομαι… … Dictionary of Greek
εμπίμπλημι — ἐμπίμπλημι και ἐμπίπλημι (AM) 1. γεμίζω ώς επάνω 2. γεμίζω με κάτι («ἐμπίπληθι ῤέεθρα ὕδατος», Ιλ.) 3. ταΐζω κάποιον, τόν χορταίνω 4. ικανοποιώ 5. εκπληρώνω 6. μέσ. τρώω πολύ … Dictionary of Greek
επιψωμίζω — ἐπιψωμίζω (Α) ταΐζω σιγά σιγά. [ΕΤΥΜΟΛ. επί + ψωμίζω (< ψωμός «κομμάτι (ψίχας ψωμιού)»] … Dictionary of Greek
κριθίζω — (Α) [κριθή] ταΐζω ζώα με κριθάρι, τρέφω με κριθάρι … Dictionary of Greek